Η ορθόδοξη εικονογραφία, έχοντας αποκρυσταλλώσει τα δικά της εκφραστικά μέσα, πολλές φορές δημιουργεί στο μη εξοικειωμένο θεατή την αίσθηση του παράδοξου, καθώς μοιάζει να διαστρεβλώνει την πραγματικότητα. Αντίθετα λοιπόν, με τις αρχές της Ιταλικής Αναγέννησης, η εκκλησιαστική ζωγραφική δεν προσπαθεί να αντιγράψει τη φύση, αλλά επιχειρεί να αποδώσει την εξιδανικευμένη, πνευματική διάσταση του περιεχομένου των μορφών. Οι σκηνές και τα πρόσωπα δεν τοποθετούνται στο φυσικό φθαρτό κόσμο που μας περιβάλλει, αλλά προβάλλονται στον κόσμο της βασιλείας των Ουρανών, όπου όλα είναι άφθαρτα. Συνεπώς, η ορθόδοξη εικονογραφία δεν είναι ζωγραφική θρησκευτικού περιεχομένου, αλλά μια εικαστική γλώσσα, η οποία δανείζεται στοιχεία από τον υλικό κόσμο, για να αναπαραστήσει έναν άλλο, άυλο και πνευματικό κόσμο, ο οποίος αντικατοπτρίζει τις θεολογικές απόψεις και το δόγμα της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης.