Ο χώρος στον οποίο βρισκόμαστε αποτελεί ένα πρόσκτισμα στο βόρειο τμήμα του κυρίως ναού, για τη χρήση του οποίου πληροφορούμαστε από προφορικές πηγές, αλλά και από τις αποσπασματικές τοιχογραφίες που διατηρούνται στο εσωτερικό του.

Αρχικά, το κτίσμα χάριν διαδοχικών τόξων ήταν ανοιχτό από όλες τις πλευρές, εκτός από τη νότια. Εντός του, διαμορφωνόταν μια ασκεπής πια, μικρή αίθουσα ανάμεσα στην εκκλησία και το σημερινό εκθεσιακό χώρο, με μια μικρή κόγχη στον ανατολικό της τοίχο, που πιθανότατα χρησίμευε ως ιερό. Συμφώνα λοιπόν με προφορικές παραδόσεις, η αίθουσα αυτή ξεκίνησε να λειτουργεί ως νεκρικό παρεκκλήσιο. Η χρήση του αυτή, εικάζεται ότι συνδεόταν με το ισχυρό πλήγμα που δέχτηκε η Ρόδος από την πανώλη (χολέρα) στα τέλη του 15 αι.. Καθώς ήταν ανοιχτό και ευάερο, αποτελούσε ιδανικό μέρος για τα την πραγματοποίηση των κηδειών και αγρυπνιών. Σε αντίθεση με τους κλειστούς χώρους των σπιτιών και του κυρίως ναού, το νεκρικό παρεκκλήσι παρείχε μεγαλύτερη προστασία στους πιστούς από την εξάπλωση της θανατηφόρας νόσου, η οποία μεταδιδόταν εύκολα και από τους μολυσμένους νεκρούς. Μάλιστα, λέγεται ότι από εκείνα τα χρόνια μέχρι και τον 20ο αι., είχε καθιερωθεί στη Λίνδο, η αγρυπνία των νεκρών να πραγματοποιείται στην εκκλησία και όχι στα σπίτια, όπως παραδοσιακά γίνεται σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα.

Οι αφιερωτικές ωστόσο επιγραφές των τοιχογραφιών, που σώζονται ως σήμερα στο εσωτερικό του, μαρτυρούν ότι στο χώρο αυτό, θάβονταν κατά τη μεταβυζαντινή εποχή επιφανείς Λίνδιοι. Μια από τις καλύτερα διατηρημένες τοιχογραφίες, είναι η Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα, η οποία σύμφωνα με τη δυσανάγνωστη αφιερωτική επιγραφή που τη συνοδεύει, ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο του 1673, σε ανάμνηση της Ντώμνας, συζύγου του Καραβοκύρη Χατζητζανετή σημαντικού δωρητή του Ναού.